συγκνισώ

συγκνισώ
-όω, Α
(μόνον το παθ.) συγκνισοῡμαι, -όομαι
μαγειρεύομαι μαζί με κάτι άλλο σε κλειστό σκεύος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κνισῶ «γεμίζω με οσμή από κνίσα» (< κνῖσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”